Η θεατρική ομάδα ERGO σε σκηνοθεσία Λέανδρου Ταλιώτη, σκηνικά Λάκη Γενεθλή και ερμηνεία Αλέξανδρου Παρίση ανέβασε σε πανελλήνια πρώτη το έργο του Βαγγέλη Γέττου

Ο Βαγγέλη Γέττος έγραψε τον μονόλογο με τον μακρύ και περιγραφικό τίτλο “Η τελευταία απολογία ενός πεθαμένου που ’σφαξε τρεις και οκτώ λάβωσε ακόμα” βασιζόμενος σε ένα από τα στυγερότερα εγκλήματα που διαπράχθηκαν τα τελευταία χρόνια της Χούντας στην Ελλάδα.
Η θεατρική ομάδα ERGO σε σκηνοθεσία Λέανδρου Ταλιώτη, σκηνικά Λάκη Γενεθλή και ερμηνεία Αλέξανδρου Παρίση ανέβασε σε πανελλήνια πρώτη το έργο του Βαγγέλη Γέττου. Ένας μονόλογος με περικείμενό του την ιστορία του ανθρώπου που δολοφόνησε το βράδυ της 25ης Φεβρουαρίου 1973 στο νυχτερινό κέντρο διασκέδασης “Νεράιδα της Αθήνας” τρεις αστυνομικούς και τραυμάτισε άλλους οκτώ θαμώνες με αφορμή μία “παραγγελιά”.
Ο δράστης Νίκος Κοεμτζής με σκοπό να υπερασπιστεί τον αδελφό του, επιτέθηκε με μαχαίρι στους τρεις αστυνομικούς που τον εμπόδισαν να χορέψει την παραγγελιά που έκανε στην ορχήστρα. Ο Κοεμτζής συνελήφθη με περιπετειώδη τρόπο και δικάστηκε τις τελευταίες ημέρες της Χούντας του Παπαδόπουλου μόλις μερικές μέρες πριν από τα ιστορικά γεγονότα του Πολυτεχνείου και την επιβολή της δεύτερης Χούντας του Ιωαννίδη. Καταδικάστηκε τρεις φορές σε θάνατο, ποινή η οποία με την μεταπολίτευση και την κατάργηση της θανατικής καταδίκης μετατράπηκε σε ισόβια.
Αποφυλακισμένος από το 1996, δεν μπόρεσε ποτέ να βρει ξανά μία “κανονική” δουλειά, στιγματισμένος κοινωνικά από ένα από τα πιο διάσημα φονικά στην ιστορία της Ελλάδας. Φονικό που είχε μετανιώσει, αλλά που απ’ ό,τι φαινόταν, κανείς δεν είχε ξεχάσει. Μια ιστορία που έγινε ταινία από τον Παύλο Τάσιο, τραγούδι από τον Διονύση Σαββόπουλο, απέκτησε μυθικές διαστάσεις ως προς τις πολιτικές της προεκτάσεις, και από άλλους θεωρήθηκε και ως η τελευταία πράξη ενός κόσμου που έσβηνε: εκείνου της μαγκιάς και των κανόνων της νύχτας όπως έφταναν στο ’70 απευθείας από την προπολεμική Ελλάδα του ρεμπέτικου.
Ο Βαγγέλης Γέττος είναι ένας ανάμεσα στις χιλιάδες των μελετητών της υπόθεσης Κοεμτζή, η οποία εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να έχει εγκληματολογικό, κοινωνικό και ιστορικό ενδιαφέρον. Μία ιστορία που κατέχει περίοπτη θέση ανάμεσα στους αστικούς μύθους της Αθήνας. Ο μονόλογος, όμως, του Γέττου έρχεται να μας δώσει μία άλλη οπτική της ιστορίας του Κοεμτζή φωτίζοντας την ψυχή εκείνου του ανθρώπου χωρίς να τον αθωώνει, ούτε να τον δικαιολογεί αλλά συναρμολογεί τα κομμάτια που όπλισαν το χέρι του με την φονική φαλτσέτα. Μία φαλτσέτα που πάντα κουβαλούσε μαζί του.
Το σκηνικό του Λάκη Γενεθλή τοποθετεί τον νεκρό πλέον ήρωα σε μία ρημαγμένη Ελλάδα. Ένα απόλυτα συμβολικό σκηνικό μέσα από το οποίο φωτίζεται ξανά για μία περίπου ώρα η ψυχή του Νίκου Κοεμτζή για να απολογηθεί. Σπασμένα πιάτα στο κέντρο της σκηνής, ένας σταυρός νεκροταφείου, μία τσαλακωμένη ελληνική σημαία στα δεξιά, χάρτινες ελληνικές σημαιούλες γιορτής αντίπερα, ένα νυφικό που, ίσως, δεν φορέθηκε ποτέ, παλιά ρούχα, ένα στρώμα στα αριστερά. Η ζωή του Κοεμτζή και κάθε Έλληνα της μετεμφυλιακής Ελλάδας που βίωσε την Χούντα, το περιθώριο, την καταδίωξη, την περιπλάνηση, τον υπόκοσμο. Μία ζωή ρημαγμένη όπως ακριβώς και της Ελλάδας. Ένα σκηνικό που καθρεφτίζει την αιώνια μοναξιά ενός Έλληνα με τις μνήμες νωπές και ζωντανές μπροστά του.
Ο Κοεμτζής ξεγυμνώνει την ψυχή του, απολογείται, εξιστορεί, μοιράζεται τον πόνο του. Μέσα από την γραφή του Γέττου παρουσιάζει τα γεγονότα της ζωής του. Ένας άνθρωπος που θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε Έλληνας βίωσε όσα και ο Κοεμτζής. Μεγαλωμένος στο περιθώριο της Ελλάδας μετά τον Εμφύλιο, με ένα πατέρα αντάρτη του ΕΛΑΣ, κυνηγημένο από το ίδιο το κράτος με το μίσος του κατά της εξουσίας να γιγαντώνεται μέσα του. Η ζωή του τον οδηγεί στον υπόκοσμο και την παρανομία με την αστυνομία να γίνεται σε κάθε στιγμή της ζωής του ο εφιάλτης του. Το απονενοημένο του έγκλημα εκείνη τη νύχτα ήταν το ξέσπασμα για το οποίο στο σημείωμά του στο πρόγραμμα της παράστασης ο Βαγγέλης Γέττος αναφέρει πως ο δικός του πατέρας αναφερόταν στο φονικό λέγοντας: “Τον έφτασαν να σκοτώσει για μια παραγγελιά”. Το έγκλημα του Κοεμτζή δεν ήταν μία στιγμιαία έξαρση, ένα αμόκ ενός αρρωστημένου φονιά. Ήταν η σπίθα που άναψε τη φωτιά, ήταν το ξέσπασμα απέναντι σε μία κοινωνία που κάποιους τους χρωματίζει και τους τοποθετεί στο περιθώριο, ήταν αυτό ακριβώς που χρειάζεται για να γίνει η έκρηξη. Τον έφτασαν...
Ο Λέανδρος Ταλιώτης σκηνοθετεί τον Αλέξανδρο Παρίση με κινήσεις αργές, ακριβίας με τον ήρωα να σηκώνει τα χέρια ελεύθερος πια χορεύοντας ένα τελευταίο ζεϊμπέκικο. Η ιστορία του Κοεμτζή είναι από μόνη της συγκλονιστική και μέσα από το ιστορικό και πολιτικό της υπόβαθρο αποκτά μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Εκείνο, όμως, που με παρέσυρε σε μία από τις πιο συγκλονιστικές θεατρικές στιγμές της σεζόν ήταν η ερμηνεία του Αλέξανδρου Παρίση.
Θέλω να σταθώ ιδιαίτερα σε αυτόν τον ηθοποιό τον οποίο, ομολογώ, ότι είχα υποτιμήσει. Ακούσια, έχανα τις ερμηνείες του και ασυνείδητα το τελευταίο διάστημα αντιλήφθηκα το υποκριτικό του μέγεθος. Αν υπάρχουν πέντε σπουδαίοι ηθοποιοί αυτή την στιγμή στην Κύπρο, ο ένας είναι αναμφίβολα ο Αλέξανδρος Παρίσης. Ένας ηθοποιός που κυριολεκτικά μεταλλάσσεται με την ίδια ευκολία που μαθαίνει τα λόγια του. Εντελώς, τυχαία, αντιλήφθηκα ότι τον έχω παρακολουθήσει σε πάρα πολλές παραστάσεις και φεύγοντας με απασχολούσε η ερμηνεία του. Από το ελαφρύ “Ράους” των Ρέππα-Παπαθανασίου μέχρι τις “Τρεις Αδελφές” του Τσέχωφ στα Κύπρια το 2016 και από το συγκλονιστικό “Θαμμένο Παιδί” σε σκηνοθεσία Αθηνάς Κάσιου μέχρι τον υπέροχο “Βαφτιστικό” από τον ΘΟΚ όπου ο Παρίσης ήταν πέρα για πέρα απολαυστικός. Θεωρώ ότι από τον “Βαφτιστικό” και στη συνέχεια από την ερμηνεία του στο “Θαμμένο Παιδί” βεβαιώθηκα περί τίνος ηθοποιού πρόκειται. Ηθοποιός αξιώσεων, αληθινός εργάτης της τέχνης, γίνεται ο ρόλος, παίζει με το βλέμμα, την κίνηση, το σώμα.
Ο Αλέξανδρος Παρίσης ως Κοεμτζής ήταν ανατριχιαστικός. Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνο το βλέμμα που αντικατόπτιζε αυτό ακριβώς που έκρυβε η ψυχή του Κοεμτζή: ένα φοβισμένο παιδί, ένα πληγωμένο αγόρι που μπήκε στο περιθώριο. Αυτό ήταν ο Κοεμτζής, ένας άνθρωπος που βίωσε την απόρριψη και καταδικάστηκε στην αιώνια μοναξιά. Κάθε κίνηση του σώματος του Παρίση, ο τόνος της φωνής, τα δάχτυλα, ο τρόπος που κοιτούσε, το καμπούριασμα των ώμων, ο βαρύς βηματισμός, το βαθύ σκοτάδι μέσα στο βλέμμα του ήταν καθηλωτικά. Μία από τις πιο άρτιες υποκριτικές αποδόσεις που παρακολούθησα τα τελευταία χρόνια στην Κύπρο. Μία από τις καλύτερες παραστάσεις αυτής της τόσο περίεργης και πετσοκομμένης θεατρικής σεζόν.