«Μήδεια» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία της Αλίκης Δανέζη Κνούτσεν

Κάθε καλοκαίρι παρακολουθώντας παραστάσεις αρχαίου ελληνικού δράματος, τραγωδίες αλλά και κωμωδίες, αναρωτιέμαι το ίδιο ακριβώς πράγμα: επιδέχονται άραγε τόσους νεωτερισμούς, σύγχρονες, μοντέρνες ή ακόμη και μεταμοντέρνες προσεγγίσεις, αποδόσεις και επεξεργασίες οι αρχαίοι τραγωδοί; Αναμφίβολα, η απάντηση είναι «ναι» αφού το ζητούμενο είναι ο εκάστοτε σκηνοθέτης να καταθέσει μέσα από την δουλειά του μία νέα πρόταση ως προς τον τρόπο της προσέγγισης της τραγωδίας ή της κωμωδίας που σκηνοθετεί. Το να επειδιώκει ένας άνθρωπος του θεάτρου, ένας σκηνοθέτης, να αποδόσει, να παρουσιάσει, ίσως, στο κοινό μία δική του οπτική του εκάστοτε αρχαίου ελληνικού δράματος εναπόκειται στο μέγεθος των καλλιτεχνικών του ανησυχιών και φυσικά ικανοτήτων. Αρκεί όμως η πρότασή του να μπορεί να σταθεί επί σκηνής, να είναι ανάλογη του μεγέθους του έργου ενός εκ των μεγάλων τραγωδών και να μπορεί αυτή η ματιά του να βρει ανταπόκριση στο κοινό.
Αν λάβουμε υπόψη πως τα έργα των μεγάλων τραγωδών γράφτηκαν πριν από 2.500 χρόνια αντιλαμβανόμαστε το μέγεθος, την ιστορική, θεατρική και λογοτεχνική τους αξία. Δεν αναφερόμαστε απλά σε θεατρικά ή λογοτεχνικά κείμενα ούτε σε αρχαιολογικά κειμήλια αλλά σε αρχέτυπα έργα τέχνης με αναμφίβολη διαχρονία αλλά και συγχρονία που συνομιλούν με θεατές και αναγνώστες όχι μόνο του 5ου και του 4ου αι. π.Χ αλλά και με ανθρώπους που έζησαν αιώνες πριν από εμάς και στους παρόντες θεατές του 2021.
Άρα αναφερόμαστε σε κείμενα ορόσημα, έργα εμβληματικά, έργα αρχέτυπα των επόμενων που ακολούθησαν φτάνοντας στον Σαίξπηρ, τον Μολιέρο, τον Τσέχωφ, τον Μπρέχτ, το Τένεσι Ουίλιαμς και όλους εκείνους τους κορυφαίους θεατρικούς συγγραφείς που σχηματίζουν αυτό που σήμερα αποκαλούμε θέατρο και θεατρική συγγραφή. Πρώτοι των πρώτων ήταν οι αρχαίοι Έλληνες τραγωδοί με τα σωζόμενα σήμερα έργα τους να παρουσιάζουν μία απίστευτη επικαιρότητα και να συνεχίζουν να μιλάνε στις ψυχές των ανθρώπων χιλιάδες χρόνια μετά.
Κατά πόσο λοιπόν επιδέχονται νεωτερισμούς; Αν αυτοί αιτιολογούνται, έχουν λόγο ύπαρξης και μπορούν να επικοινωνηθούν τότε έχουμε να κάνουμε με μία νέα πρόταση ανεβάσματος αρχαίου ελληνικού δράματος. Όλες αυτές οι σκέψεις βρίσκονται στο μυαλό μου ειλικρινά πολλές μέρες τώρα, αμέσως, μόλις ολοκληρώθηκε η πρότελευταία παραγωγή του Διεθνούς Φεστιβάλ Αρχαίου Ελληνικού Δράματος στις 22 Ιουλίου με την «Μήδεια» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία της Αλίκης Δανέζη Κνούτσεν. Εκτιμώ ιδιαίτερα την Κνούτσεν διότι είναι μία σκηνοθέτρια της λεπτομέρειας η οποία ρισκάρει και τολμά σε κάθε της δουλειά.
Η «Μήδεια» αποτελεί μία από τις πλέον πολυπαιγμένες αρχαίες τραγωδίας και ίσως προσωπικά να είναι μία από αυτές που είδα τις περισσότερες φορές από διαφορετικούς θιάσους που ο καθένας δοκίμασε τη δική του προσέγγιση. Εκείνη, όμως η «Μήδεια» που θυμάμαι πάντα ήταν μία παραγωγή από το το θέατρο Mikhail Chekhov της Λετονίας που συμμετείχε πάλι στο Διεθνές Φεστιβάλ Αρχαίου Ελληνικού δράματος το 2017.
Εκείνη η παραγωγή ήταν μία πολύ διαφορετική πρόταση τραγωδίας η οποία με μινιμαλισμό, χωρίς Χορό, απέσεισε από το σώμα της παράστασης τις επικές εξάρσεις, αποδόθηκε με μέτρο και λιτό σκηνικό, ξεπερνώντας τις δραματουργικές φόρμες της τραγωδίας. Με πιο απλά λόγια ήταν μία μίνιμαλ αλλά μεστή παράσταση. Ο σκηνοθέτης τοποθέτησε τους δύο γιους της Μήδειας στην αρχή της παράστασης οι οποίοι με τις παιδικές φωνές τους ερμήνευσαν ένα τραγούδι-μοιρολόι, εντείνοντας τα συναισθήματα του κοινού που γνώριζε το τραγικό τους τέλος. Δύο πλαστικές καρέκλες, μία ξύλινη πλατφόρμα και ένα λευκό πανί με εναλλασσόμενα χρώματα αναλόγως της ψυχοσύνθεσης των ηρώων δημιουργούσαν το σκηνικό. Ο σκηνοθέτης και ταυτόχρονα σκηνογράφος της παράστασης οριοθέτησε το δράμα γύρω από το πάθος της Μήδειας εκφράζοντας τα χαρακτηριστικά της χρησιμοποιώντας ως μέσο το σώμα της. Η πλαστικότητα κινήσεων και μορφασμών της ηθοποιού Γκούνα Ζάρινια στη σκηνή έδωσαν μια διαφορετική, βαθύτερη προσέγγιση αυτής της σατανικής γυναίκας. Μία Μήδεια αιλουροειδές, ερπετό, ο σατανάς, να σέρνεται και να παίζει με εκείνο το νοερό τεντωμένο σχοινί της αντιπαράθεσης, μέσα από τα τρικ των πλαστικών καρεκλών και σύμμαχο σε όλο αυτό τις σκληρές νότες του επί σκηνής τσέλου στο βάθος. Μία ανατριχιαστική, μεταφυσική Μήδεια, σε ένα ψυχεδελικό σύμπαν με τη σκηνή να μεταμορφώνεται ενίοτε σε δικαστήριο, με την ίδια, όμως, κατήγορο, κατηγορούμενη και δικαστή.
Η Αλίκη Δανέζη Κνούτσεν παρουσίασε μία πιο γήινη Μήδεια, τοποθετώντας την μέσα σε μία επταμελή ροκ μπάντα, με ανάλογο ντύσιμο. Μαύρα στενά κορμάκια, με τονισμένους γλουτούς, το γυμνασμένα γυναικεία σώματα σε κινησιολογία μεταξύ ειρωνίας και χειραφέτησης. Το σκηνικό αποτελούσε κομμάτι μίας ροκ συναυλίας με τις ατσάλινες δοκούς να αποτελούν σημειολογικό και συμβολικό κομμάτι της πλοκής. Πότε να μετατρέπονται σε βασιλικό στέμμα, ένδειξη της τυρρανίας και της δύναμης του Κρέοντα, πότε ως ακονιστήρι για το μαχαίρι με το οποίο η Μήδεια θα σφάξει τα παιδιά της και πότε σαν φυλακή/τείχος προστασίας της Μήδειας από την οργή του Ιάσονα όταν μαθαίνει τα εγκλήματά της.
Η σύλληψη της ιδεάς αυτής φάνηκε ενδιαφέρουσα στην αρχή, όπως επίσης και η επιλογή τους ανδρικούς ρόλους να τους παίξουν μόνο γυναίκες ως μία αντιδιαστολή της εποχής της αρχαίας τραγωδίας που όλοι ρόλοι και οι γυναικείοι παίζονταν από άνδρες. Θεωρώ πως η προσπάθεια της Κνούτσεν βρήκε σκόπελους ως προς την επικοινωνία του ευρυπίδειου λόγου, την λειτουργία του με τους νεωτερισμούς της σκηνοθέτριας και η πορεία του προς τους θεατές. Μία Μήδεια σκληρή, ροκού, σνομπ ροκ σταρ, με έντονο μαγκιγιάζ, που τραγουδάει «won't fall in love» με την Στέλα Φυρογένη στον ομώνυμο ρόλο πιστό στρατιώτη στις σκηνοθετικές οδηγίες. Εξαιρετική, όπως πάντα, η Στέλα Φυρογένη απογείωσε ερμηνευτικά την Μήδεια, όπως την οραματίστηκε η Αλίκη Δανέζη Κνούτσεν, συνυπάρχοντας αρμονικά στην δεμένη και καλοκουρδισμένη ομάδα των έξι εξαιρετικών ηθοποιών της νέας και πολύ υποσχόμενης γενιάς που την ακολουθεί.
Η Μήδεια της Κνούτσεν παρουσιάζεται ως ένα σύμβολο γυναικείας χειραφέτησης σε μία εποχή που ο Ευριπίδης αμφισβητεί παραδοσιακές πολιτισμικές αξίες που σχετίζονται με το βιολογικό γένος, την ελληνικότητα και τους κοινωνικούς θεσμούς του παρελθόντος στοιχεία τα οποία αναδεικνύει και η σκηνοθέτρια. Η πρόταση της Κνούτσεν δεν κατάφερε να ισορροπήσει ανάμεσα στα επί μέρους δρώμενα, στον εξαιρετικό λόγο του Ευριπίδη και την υπέροχη μετάφραση του Μίνωα Βολανάκη η οποία από μόνη της είναι αριστουργηματική.
Η δίωρη παράσταση έδωσε αρκετά ισχυρά στοιχεία, με καλύτερη στιγμή την παρουσία της εγκυμονούσας στον 8ο μήνα Αντωνίας Χαραλάμπους να απαγγέλλει το περίφημο στάσιμο από την «Μήδεια» περπατώντας αργά και παράλληλα με το κοινό μαζί με την έφηβη ηθοποιό. Η προσπάθεια της Κνούτσεν αν και παρουσίασε ενδιαφέρουσες παραμέτρους εντούτοις δεν κατάφερε να ισορροπήσει ανάμεσα στη διαχρονία του σπουδαίου κειμένου του Ευριπίδη με το σήμερα περνώντας στον θεατή συγκεχυμένα ερεθίσματα. Επιλέγω τον μινιμαλισμό του Λετονού σκηνοθέτη Βλάντισλάβ Ναστάβσιέβ ο οποίος χωρίς φλυαρίες, χωρίς εξάρσεις, με απλότητα απέδωσε το μέτρο που απαιτεί η προσέγγιση των αρχαίων τραγωδών σήμερα. Μία παράσταση κάτι παραπάνω από 60 λεπτά σε αντιδιαστολή με την δίωρη ροκ Μήδεια της Αλίκης Δανέζη Κνούτσεν, με πολύ καλές στιγμές μεν που δεν στάθηκαν αρκετές για το τελικό αποτέλεσμα.