top of page

Αναζητώντας τις ευτυχισμένες μέρες

«Ευτυχισμένες Μέρες» του Σάμουελ Μπέκετ σε σκηνοθεσία Κώστα Σιλβέστρου


Ο σκηνοθέτης Κώστας Σιλβέστρος, δείχνει τη σαφή προτίμησή του στον νομπελίστα Ιρλανδό θεατρικό συγγραφέα και ποιητή Σάμουελ Μπέκετ, αφού μετά το «Περιμένοντας τον Γκοντό» στο θέατρο Αντίλογος ανέβασε πρόσφατα και τις «Ευτυχισμένες Μέρες» στο Άρτος. Ένα θεατρικό έργο το οποίο συμπεριλαμβάνεται στη λίστα εκείνων των οποίων έχουν σημαδέψει τον 20ο αιώνα και έχουν καθορίσει την ιστορία του σύγχρονου θεάτρου.


Ο Μπέκετ μέσα από το έργο του τοποθετεί τον άνθρωπο και την δράση του σε ένα πιθανότατα εχθρικό για εκείνον περιβάλλον προσπαθώντας να τον μελετήσει μέσα από την προσπάθειά του να επιβιώσει αντιμετωπίζοντας τα εμπόδια της ζωής του. Οι έννοιες του χρόνου και του τόπου παραμένουν ουδέτερες ενώ ο ήρωας που δημιουργεί ο Μπέκετε δεν ανήκει πουθενά, βρίσκεται σε ένα ακαθόριστο περιβάλλον, ίσως ανύπαρκτο. Ο ανθρώπινος τύπος που κατασκευάζει ο Μπέκετ στα έργα του διαθέτει μία πολυεπίπεδη γοητεία, ισορροπεί ανάμεσα στην πραγματικότητα και το παράλογο ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύεται σε ένα διαχρονικό ήρωα όλων των εποχών. Οι ήρωές του ξεχωρίζουν μόνο για το φύλο τους χωρίς να έχουν άλλα χαρακτηριστικά όπως ταυτόητας, γλώσσας, ενθικότητας, χρώματος ή βιοτικό επίπεδο. Σε όλα του τα έργα, ο Μπέκετ, τοποθετεί τους ήρωές του στην απομόνωση, μόνους, έρημους και καταδικασμένους να μονολογούν και να μην μπορούν να επικοινωνήσουν με τους υπολοίπους ανθρώπους. Πρόκεται για όντα που δρουν ως μονάδα και όχι μέρος μίας κοινωνίας οι οποίοι προσμένουν κάποιον που ξέρουν κατά βάθος πως δεν υπάρχει και δεν πρόκειται να έρθει ποτέ. Ο Μπέκετ μέσα από την μοναδική αίσθηση του χιούμορ του εκφράζει την βαθιά του απαισιοδοξία προσδίδοντας ταυτόχρονα μία αισιόδοξη προοπτική στην ανθρώπινη ζωή. Ο Μπέκετ μας παρουσιάζει τον άνθρπωπο ο οποίο αν και αναγνωρίζει την τραγική του μοίρα αναζητά εκείνες τις φωτεινές πτυχές να δει λίγο φώνες, να συνεχίσει να περιμένει αφού δεν έχει άλλη επιλογή από το να εμπιστευθεί τη ζωή.


Κατά τον ίδιο τρόπο και η ηρωίδα του Μπέκετ, η Γουίνι, στις «Ευτυχισμένες Μέρες» που την υποδύθηκε η Έρικα Μπεγιέτη, ένας από τους σημαντικότερους γυναικείους ρόλους του ξένου ρεπερτορίου. Η μικρή σκηνή του Artos μετατράπηκε σε ένα ερημικό τοπίο όπου στο κέντρο του ορθώνεται ένας επιβλητικός τσιμεντένιος βράχος όπου η Γουίνι ουσιαστικά ζει. Το φως παίζει σημαντικό ρόλο στο έργο και οι φωτισμοί του Izel Seylani μας μεταφέρουν στο χρονικό σημείο της κάθε μέρας. Η Γουίνι, η οποία είναι θαμμένη από τη μέση και κάτω στον βράχο ζει στον δικό της κόσμο. Επιθυμεί να είναι ευτυχισμένες και απασχολεί το μυαλό της με μικρά, απλά πράγματα που βγάζει καθημερινά από την τσάντα της. Η ίδια όπως και η τσάντα της μοιάζουν αφομοιωμένες στο περιβάλλον τους. Σκοπός της κάθε μέρας της Γουίνι, πέρα του γεγονότος ότι πρέπει να έχει μέσα της την ευτυχία είναι η επικοινωνία με τον αγαπημένο της Γουίλι. Ένα πρόσωπο υπαρκτό ή μη, δημιούργημα της ίδιας ή του μυαλού της ίσως το οποίο βλέπουμε μέσω video προβολών στην επιφάνεια του τσιμεντένιου βράχου. Ο Σπύρος Σταυρινίδης υποδύεται τον φανταστικό ίσως σύντροφο της Γουίνι η οποία προσπαθεί να συνομιλήσει με video κλήσεις μαζί του, να τον ρωτήσει διάφορα απλά κι ανόητα, να ρωτήσει αν είναι καλά, αν ζει, αν θέλει να της απαντήσει, αν θα μπορέσουν οι δύο αυτοί άνθρωποι να έχουν μία επικοινωνία η οποία θα την κάνει ευτυχισμένη.


Ο Κώστας Σιλβέστρος και σε αυτή την περίπτωση «πειράζει» το θεατρικό κείμενο εκσυγχρονίζοντας τον τρόπο επικοινωνίας των δύο ηρώων μέσω ενός smartphone και video κλήσεις, με ενδιαφέρουσα την παρουσία του δεύτερου προσώπου του έργου μέσω video προβολής. Η Έρικα Μπεγιέτη, μία ηθοποιός πραγματική εργάτης του θεάτρου την οποία θαυμάζω για το σθένος της και την εναλλαγή της όλα αυτά τα χρόνια σε πολλαπλά θεατρικά είδη, αρχαίο ελληνικό δράμα, κωμωδία, μιούζικαλ, έργα κλασικού και σύγχρονου ρεπερτορίου με ρόλους που αρκετές φορές δεν κατάφεραν να την αναδείξουν. Σε αυτή την περίπτωση η Έρικα Μπεγιέτη, σε ένα ρόλο μεγάλων απαιτήσεων δίνει το δικό της υποκριτικό στίγμα καταφέρνοντας να δημιουργήσει μία ισορροπημένη Γουίνι ανάμεσα στη λογική και την παραφροσύνη, το χιούμορ και την τραγωδία. Εκείνο που κρατώ από την ερμηνεία της είναι τα υγρά, σχεδόν βουρκωμένα μάτια της, πότε δακρυσμένα και η ευκολία με την οποία εναλλάζεται στο πρόσωπό της η ουσιαστικά ψεύτικη και προσποιητή χαρά, η εξαναγκστική της ευτυχία ενώ μέσα στο βλέμμα της φαίνεται το σκοτάδι της απόγνωσης της γυναίκας που σταδιακά θάβεται ζωντανή μέσα σε ένα περιβάλλον που την καθιστά ανήμπορη, μόνη, αβοήθητη χωρίς επικοινωνία.


Όλη αυτή η ματαιότητα και η ψευδαίσθηση της ευτυχίας έρχεται να δέσει απόλυτα με τόσο με την σύγχρονη εποχή αλλά κυρίως με τα χρόνια της πανδημίας που βιώνουμε. Η Γουίνι κλεισμένη σε μία δικιά της καραντίνα, απομονωμένη επικαλείται καθετί που θα την κάνει ευτυχισμένη. Η οδοντόβουρτσά της, το καθρεφτάκι της, μία ομπρέλα που ίσως την βοηθήσει να ξεφύγει, ένας σύντροφος με τον οποίο αδυνατεί να επικοινωνήσει και ένα πέπλο φόβου και απόγνωσης να σκεπάζει το περιβάλλον της. Ο Κώστας Σιλβέστρος πέτυχε να βιώσει ο θεατής αυτή τη νέα πραγματικότητα της επίπλαστης ευτυχίας, της απώλειας της επικοινωνίας, του νέου τρόπου ζωής εν καιρώ πανδημίας, της έλλειψης της ανθρώπινης επαφής και του φόβου της.

17 views
bottom of page