top of page

Η παράδοξη γοητεία των αντιηρώων του «Κάμπινγκ»

Η μοναδική κυπριακή σειρά που αγαπώ και παρακολουθώ


Δεν μπορώ να πω ότι ανήκω ανάμεσα σ’ εκείνους που γύρισαν την πλάτη στην τηλεόραση. Τα τελευταία χρόνια, όμως, ομολογώ πως έχουν κουράσει-ακόμη και εμένα-αυτός ο ορυμαγδός των «φτηνών» reality. Παρακολουθώ, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου τηλεόραση. Είμαι αυτό που λέμε «τηλεορασάκιας» και έχω παρακολουθήσει σχεδόν τα πάντα. Από σειρές, κωμικές και δραματικές, κυπριακές και ελληνικές, σαπουνόπερες όλων των ειδών, πρωινάδικα, μεσημεριανές και κουτσομπολίστικες εκπομπές, ralities και talent shows μέχρι τηλεπαιχνίδια, ενημερωτικές εκμπομπές αλλά και ό,τι άλλο θα μπορούσε να προβληθεί από τηλεοράσεως.


Από τον Μάρτιο του 2020, με την πρώτη καραντίνα και όλη εκείνη την κλεισούρα, ανακάλυψα-πολύ αργά το ξέρω-το Netflix. Αν και το συγκεκριμένο δίκτυο δεν αποτελεί την επιτομή της υψηλής αισθητικής και ποιότητας εντούτοις ψάχνοντας βρίσκεις καλές ταινίες και εξαιρετικά ντοκιμαντέρ αλλά και σειρές, ατελείωτες σειρές. Η πρώτη καραντίνα έφερε ένα δύσκολο καλοκαίρι πάλι με σειρές που ακολούθησε μία δεύτερη καραντίνα ξανά μπροστά στην τηλεόραση ενώ τα μέτρα συνεχίστηκαν μέχρι και την τρίτη και τελευταία καραντίνα-ελπίζω-πάλι μπροστά στη μικρή οθόνη. Αν με ρωτήσει δηλαδή κάποιος μετά από 30 χρόνια: «Παππού, εσύ τι έκανες στις καραντίνες τότε στην πανδημία;», η απάντηση είναι μία και πιστεύω κοινή με πολλούς: «Έβλεπα τηλεόραση».


Ο μοναδικός λόγος πλέον που αφήνω για λίγο το Netflix είναι ο Νίκος Μουτσινάς και η κυπριακή σειρά-έκπληξη του Alpha Κύπρου «Κάμπινγκ». Δεν υπάρχει περίπτωση, να ξεκινήσει κάτι καινούργιο στην τηλεόραση και να μην παρακολουθήσω έστω για λίγο και ας είναι η μεγαλύτερη πατάτα όλων των εποχών. Ο κόσμος να γυρίσει ανάποδα έγω θα πάρω τη δόση μου. Έτσι έγινε και με την περίπτωση του «Κάμπινγκ», το οποίο ομολογώ παρά την καχυποψία μου, υποτιμώντας το στην αρχή πιστεύοντας πως πρόκειται για άλλη μία wannabe μαύρη κωμωδία made in Cyprus με εξέπληξε, μπορώ να πω με ανατρίχιασε.


Ο Φώτης Γεωργίδης, πρωταγωνιστής και δημιουργός της σειράς έχει πετύχει να φτιάξει ένα μικρόκοσμο που δρα μέσα σε ένα απόμερο, παρακμιακό κάμπινγκ όπου εκεί επιλέγουν να ζήσουν άνθρωποι χαμηλού βιωτικού επιπέδου και μόρφωσης, ηλικιωμένοι, ξεχασμένοι της ζωής, άνθρωποι, θα λέγαμε του περιθωρίου.


Αυτός ο μικρόκοσμος του κάμπινγκ με πρωταγωνιστές περιθωριακούς τύπους, ανθρώπους χωρίς ελπίδα και μέλλον στη ζωή τους παρουσιάζει ως κύρια χαρακτηριστικά του τα κρυμμένα και ένοχα μυστικά του παρελθόντος, τις κατά συρροήν δολοφονίες, τις δολοπλοκίες και τις εξαφανίσεις, το ξέπλυμμα, τις απάτες, τη διαφθορά, την συγκάλυψη, τα πισώπλατα μαχαιρώματα. Μία νηνεμία που έρχεται να διαταραχθεί βγάζοντας στην επιφάνεια όλα αυτά και πολλά άλλα καλά κρυμμένα μυστικά αλλά και πτώματα.


Στοιχεία τα οποία εκ πρώτης όψεων φαίνονται μέρος ενός καλογραμμένου σεναρίου που όμως μας θυμίζουν πολλά από τα οποία παρακολουθούμε να συμβαίνουν καθερινά στο δικό μας... κάμπινγκ. Ένας κόσμος μέσα στον οποίο δρουν αφενός άνθρωποι, απλοί, καθημερινοί, της διπλανής πόρτας, καλοσυνάτοι οι οποίοι αφετέρουν δεν έχουν καμία-για μερικούς αρχικά-αναστολή να φτάσουν μέχρι και την διάπραξη φόνου, συγκάλυψης φόνου ή οποιουδήποτε άλλου κακουργήματος.


Το «Κάμπινγκ» με κέρδισε από το πρώτο κιόλας επεισόδιο διότι ξεφεύγει από την πεπατημένη των κυπριακών σειρών, του κουραστικού σεναρίου, των πρωταγωνιστών που μερικά επεισόδια μετά γίνονται όλοι μια μάζα και κυρίως δεν θυμίζει καμία άλλη κυπριακή σειρά που παρακολουθήσαμε στην Κύπρο. Μιλώντας για κυπριακές σειρές ιδιαίτερη μνεία αξίζουν εκείνες οι αριστοτεχνικές δραματικές παραγωγές του ΡΙΚ σε σκηνοθεσία Κλείτου Κλείτου, η αλησμόνητη «Αίγια Φούξια» με το καυστικό χιούμορ των Λώρη Λοϊζίδη και Χριστιάνας Αρτεμίου και οι μετέπειτα αξιοπρεπείς κομεντί του Λώρη Λοϊζίδη με καλύτερη το «Πάστα Πομιλώρη».


Σε αυτή την λίστα των σπουδαίων κυπριακών σειρών, σε εξέχουσα θέση, έρχεται σήμερα να προστεθεί και το εναλλακτικό «Κάμπινγκ» που θεωρώ πως άνετα ξεφεύγει από τα κυπριακά σύνορα. Το «Κάμπινγκ» και ο δημιουργός της υιοθετούν στοιχεία από όλες τις προηγούμενες μεγάλες κυπριακές σειρές, εμπνέεται από όλες εκείνες τις ξένες παραγωγές με σαφείς αναφορές στα «Breaking Bad» και «Dexter» από τα οποία ενσωματώνει χρήσιμα σεναριακά εγαλεία στην πλοκή του. Και αυτό δεν είναι καθόλου αρνητικό από την στιγμή που δεν γίνονται κακέκτυπο και φθηνή απόδοση έως παρωδία.


Το «Κάμπινγκ» είναι μία καθαρόαιμη μαύρη κωμωδία, με σκοτεινούς χαρακτήρες, καθόλου καθωσπρέπει, που δεν θα ήθελες να έχεις φίλους όμως τους συμπονείς και τους αγαπάς. Πρόκειται στην πλειοψηφία τους για αντιήρωες που όμως με ένα ιδιοφυή τρόπο ο Φώτης Γεωργίδης μας έκανε να τους λατρέψουμε. Πρώτος-πρώτος στη λίστα αυτών των σκοτεινών τύπων του «Κάμπινγκ» είναι ο Θαλής που υποδύεται μαεστρικά ο Μάριος Δημητρίου. Για πρώτη φορά παρουσιάζεται στην κυπριακή τηλεόραση ένας αιμοσταγής serial killer-διότι αυτό είναι ο Θαλής-και να αγαπιέται τόσο πολύ. Ένας τύπος για τον οποίο γνωρίζουμε ελάχιστα κι όμως τον έχουμε αγαπήσει. Το μυστήριο του Θαλή, το παρελθόν του, που ξεδιπλώνεται με το σταγονόμετρο και από την μία αγαπά με πάθος, λατρεύει τα ζώα και τα παιδιά, τρώει μήλα και λαχανικά, είναι δοτικός και καλός φίλος αλλά από την άλλη μεταμορφώνεται σε στυγερό δολοφόνο τον καθιστά ένας από τους πλέον ενδιαφέροντες τηλεοπτικούς χαρακτήρες που πέρασαν ποτέ από την κυπριακή τηλεόραση.


Παράλληλα, τον υποδύεται ένα ηθοποιός-χαμαιλέοντας που μπορεί να μεταμορφώνεται με άνεση και ακρίβεια σε οποιοδήποτε χαρακτήρα με ιδιαίτερη άνεση και ευκολία. Ο Μάριος Δημητρίου, θεωρώ, πως μέσα από αυτό τον ρόλο κατέφερε, λόγω του ταλέντου του, να αποσείσει από πάνω του την μαλθακότητα και την καλοσύνη όλων των προηγούμενων ρόλων που υποδύθηκε και να αποδείξει πως είναι ένας σπουδαίος ηθοποιός, ο οποίος μεταλλάσσεται εξυπηρετώντας τον εκάστοτε ρόλο με ακρίβεια. Ίσως, αν ο Μάριος Δημητρίου δεν υποδυόταν τον Θαλή, ο ρόλος να μην είχε αυτό το εκτόπισμα.


Αναμφίβολα, ο Θαλής είναι εκείνος που ξεχωρίζει στο «Κάμπινγκ» χωρίς όμως να αδικούμε κανένα από τους υπόλοιπους ηθοποιούς του καστ οι οποίοι είναι ένας κι ένας, με τον πιο αγαπημένο μου τον Βασίλη Χαραλάμπους που υποδύεται άλλον ένα υποδειγματικό ρόλο, εκείνο του Λεύκου, να κλέβει τις εντυπώσεις. Ο Φώτης Γεωργίδης πέραν του γεγονότος ότι δημιούργησε ένα ιδιοφυές σενάριο, βασισμένο στο σκοτεινό χιούμορ, τις ανατροπές, το σκηνικό του κάμπινγκ και τους χαρακτήρες πέτυχε να έχει μαζί του σπουδαίους ηθοποιούς, έμπειρους και με προϋπηρεσία στο θέατρο. Μία σειρά στην οποία ναι μεν ο κάθε ένας χαρακτήρας είναι ολοκληρωμένος ως ρόλος, ξεκάθαρος ως προς τα γνωρίσματά του εντούτοις αφήνει στον τηλεθεατή πολλά ερωτηματικά, ένα άλυτο μυστήριο το οποίο υποψιάζομαι θα ξετυλιχθεί στον δεύτερο κύκλο της σειράς.


Παράλληλα, ιδιαίτερα, σημαντικό στοιχείο που παρατηρώ είναι η σημασία που δίδεται και στους δευτερέυοντες ρόλους οι οποίο λειτουργούν ο καθένας αυτόνομα και μέρος του συνόλου και της πλοκής.


Η ιστορία ενός αγαθού μεν πανέξυπνου δε λογιστή που φέρνει ένα σάκο με χρήματα στο «Κάμπινγκ», γίνεται η αφορμή για πολλές δολοφονίες και δολοπλοκίες, βάζοντας τους κατοίκους του κάμπινγ σε... πειρασμούς διαταράζοντας την πρότερη ηρεμία για την οποία υπεύθυνος δεν είναι άλλος από ένα στυγερό δολοφόνο, τον Θαλή. Με αριστοτεχνικό σεναριακά τρόπο το άρωμα του χρήματος μεθάει και παρασύρει έναν-έναν τους πρωταγωνιστές σε αυτό τον χορό της παρανομίας και των δολοφονιών, κάνοντάς τους σταδιακά συνένοχους σε ένα άνευ προηγουμένου γαϊτανάκι εγκλημάτων. Εγκλήματα για τα οποία όλοι μοιάζουν ταυτόχρονα ηθικά αθώοι αλλά και ένοχοι, από τον αιμοσταγή Θαλή και τον μαλθακό Ιορδάνη μέχρι και τον ανήλικο γιο του. Η σειρά ολοκλήρωσε τον πρώτο της κύκλο και αναμένω με αγωνία τον δεύτερο κύκλο τον Σεπτέμβριο για να δω μέχρι που μπορεί να φτάσει το μυαλό του Φώτη Γεωργίδη που θεωρώ πως έχει δυσκολέψει ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό με τις περιπέτειες στις οποίες έμπλεξε τους ήρωες-αντιήρωες του.

2 views
bottom of page